Η Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου παρουσιάζει το διάσημο και σίγουρα το πιο μεγάλο κοντσέρτο που έχει ποτέ γραφτεί για πιάνο και ορχήστρα, το Κοντσέρτο για Πιάνο Αρ. 2 σε Σι-ύφεση του Μπράμς με σολίστ τον φημισμένο Γερμανό πιανίστα Andreas Boyde και υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του μαέστρου Άγι Ιωαννίδη. Στο δεύτερο μέρος του προγράμματος θα ακούσουμε την τρίτη Συμφωνία του Μπραμς σε Φα Μείζονα.

Τρεις βραδινές παραστάσεις θα δοθούν:

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011, στο Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας (24 665794)

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011, Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου (22 313010) 

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011, στο Μαρκίδειο Θέατρο Πάφου (26 932571)

Όλες οι παραστάσεις αρχίζουν στις 8:30μμ.

Εισιτήρια προπωλούνται στα ταμεία των θεάτρων προς ?12 και ?7.

Η είσοδος είναι ελεύθερη για παιδιά, μαθητές, στρατιώτες και κάτοχους κάρτας νέων (EURΟ <26).

Πληροφορίες στο 22 463144 και www.cyso.org.cy 

Το πρόγραμμα:

J. Brahms: Κοντσέρτο για Πιάνο Αρ. 2 σε Σι-ύφεση, Έργ. 83

Λίγες είναι οι πληροφορίες που υπάρχουν για τις συνθήκες σύνθεσης του δεύτερου κοντσέρτου για πιάνο. Η εργασία άρχισε το 1878 και ολοκληρώθηκε το 1881, είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του πρώτου κοντσέρτου. Το μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε πιθανόν να οφείλεται στην αρχικά αρνητική αντίδραση του κοινού στο πρώτο κοντσέρτο. Το δεύτερο όμως, αφιερωμένο στον καθηγητή του στο πιάνο, Eduard Marxsen, σημείωσε αμέσως μεγάλη επιτυχία όταν πρωτοπαίχτηκε στη Βουδαπέστη στις 9 Νοεμβρίου 1881 με σολίστ τον ίδιο τον Μπραμς. Είναι ένα από κάθε άποψη κολοσσιαίο έργο: έχει τέσσερις κινήσεις αντί των τριών που συνηθίζεται σε κοντσέρτα και η μουσική τυ διάσταση είναι σαν συμφωνία με σόλο πιάνο.

J. Brahms: Συμφωνία Αρ. 3 σε Φα Μείζονα, Έργ. 90

Ο Μπραμς έγραψε την τρίτη συμφωνία του στο Wiesbaden, το καλοκαίρι του 1883. Η ενορχήστρωση συμπληρώθηκε στις αρχές του φθινοπώρου στη Βιέννη και το έργο πρωτοπαίχτηκε στις 2 Δεκεμβρίου στη μεγάλη αίθουσα του Ομίλου Φίλων Μουσικής (Musikverein) της Βιέννης. Προϊόν της ώριμης πια δημιουργικής δύναμης του 50χρονου συνθέτη η συμφωνία έτυχε πολύ θερμής υποδοχής από σπουδαίους μουσικούς καθώς και από μουσικοκριτικούς της εποχής. Ο κριτικός Eduard Hanslick χαρακτήρισε την τρίτη συμφωνία, σε σύγκριση με τη δεύτερη, ως «από καλλιτεχνικής πλευράς αρτιότερη, με πιο συμπαγή μορφή, με περισσότερη διαύγεια στις λεπτομέρειες και πλαστικότητα στα κύρια μοτίβα, με πιο πλούσια ενορχήστρωση και νέα, γοητευτικά μείγματα από ηχοχρώματα….Με την πρώτη ακρόαση επιδρά στον ακροατή ξεκάθαρα και άμεσα και σε κάθε καινούρια ακρόαση, δεύτερη, τρίτη, δέκατη, προσφέρει σε κάθε μουσικό αφτί ακόμη πιο πλούσια απόλαυση που αναβλύζει από πιο λεπτές και βαθιές πηγές.»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *